Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Λαρς, το περσικο πουλι

Μια φορα κι εναν καιρο, στα βαθη της Περσιας, ζουσε ο Λαρς, ενα μικρο και χαριτωμενο πουλακι, αλλα διαφορετικο απο τα αλλα. Ο Λαρς δεν εκανε παρεα με τα αλλα πουλια.Δεν τα ακολουθουσε στο κυνηγι της τροφης, στα παιχνιδια και τις βολτες τους.Ηταν βεβαια αποδημητικο πουλι και εφευγε μαζι τους το χειμωνα προς τα πιο ζεστα κλιματα, αλλα προτιμουσε να κραταει μια αποσταση απο το κοπαδι, ισα ισα για να μην μενει μονο απεναντι στους κινδυνους του ταξιδιου.Ναι, τα αλλα πουλια θεωρουσαν τον Λαρς παραξενο, κυριως γιατι δεν καταλαβαιναν γιατι προτιμουσε να βρισκεται κοντα στους ανθρωπους.Ο Λαρς αγαπουσε τους ανθρωπους.Τους εβρισκε ενδιαφεροντες και παρα τις ιστοριες των πουλιων για τους κακους κυνηγους που σκοτωσαν τη φαμιλια τους η κινδυνευσαν και τα ιδια και γλιτωσαν την τελευταια στιγμη, ο Λαρς δεν τους φοβοταν.Ετσι οταν τα αλλα πουλια εκαναν βολτες στην πολη ανεμελα, ο Λαρς καθοταν σε ενα χαμηλο πεζουλι απεναντι απο την αγορα της πολης.
Ηταν μικρη η πολη που διαλεξαν να περασουν αυτο το χειμωνα. Οι ανθρωποι ηταν ζεστοι και φιλοξενοι αλλα και γκρινιαρηδες και κουτσομποληδες, οπως σε ολες τις μικρες πολεις.Ο Λαρς απολαμβανε να παρακολουθει ολες τις συζητησεις, τους καυγαδες αλλα και τις ομορφες χαρουμενες στιγμες τους στο παζαρι.Και οταν εφτανε το μεσημερι ο Λαρς ενιωθε πολυ μονος. Ειχε προσπαθησει να ακολουθησει τους ανθρωπους στα σπιτια, τις ταβερνες και τα καφενεια τους, αλλα καθε φορα κινδυνευε πολυ.Και ετσι αρκετες ωρες εμενε μονος στο πεζουλακι.Την περισσοτερη ωρα αναροτιοταν αν εκανε καλα που ειχε ξεκοψει απο τα την παρεα των αλλων πουλιων και ανησυχουσε αν την επομενη φορα θα τον δεχονταν μαζι τους.Την υπολοιπη ωρα ονειροπολουσε για εναν ανθρωπο που θα γινοταν φιλος του.
Πολλοι ανθρωποι καθονταν στο πεζουλι του Λαρς.Πιο πολυ απο ολους συμπαθουσε τα παιδια γιατι παντα του εδιναν σημασια.Φοβοταν ομως να μη δεθει μαζι τους γιατι γρηγορα ερχονταν να τα παρουν οι γονεις τους παντα φουριοζοι να προλαβουν τις δουλειες τους.Συνηθως τα αφηνε να τον χαιδευουν λιγο και μετα πεταγε μακρια, με φοβο μηως καποιος προλαβει και του δεσει το ποδι και το κλεισει σε καποια μικρη χρυση φυλακη οπως πολλα απο τα μικρα πουλακια σαν κι αυτον.
Αργα το μεσημερι εκεινης της ημερας ο Λαρς ηταν πολυ μελαγχολικος.Ολη μερα κανεις δεν ειχε πλησιασει το πεζουλι του να ξαποστασει λιγο.Ενιωθε πολυ μονος και σκεφτηκε να κανει μια βολτα στην πολη μεχρι να' ρθει το απογευμα που καταφταναν οι χαρουμενες παρεες των παιδιων με το τσερκι και τη μπαλα, και να αγαλιασει με τις γελαστες φωνουλες τους. "Ψιτ, ψιτ, πουλακι!", ακουστηκε μια γλυκεια φωνουλα διπλα του, "Μη φυγεις δε θα σου κανω κακο!",γυρισε καπως τρομαγμενος ο Λαρς και αντικρυσε το ομορφοτερο πλασμα που ειχε συναντησει μεχρι τοτε.Μια κοπελα, με μακρια καταμαυρα μαλλια, μεγαλα ζεστα μαυρα ματια και το πιο γλυκο χαμογελο που ειχε δει ειχε γυρει στο πεζουλι του. Κουβαλουσε μια μεγαλη βαρια σταμνα και μαλλον κατηφοριζε στην βρυση της γειτονιας.Ο Λαρς εχασε τη λαλια του, παγωσε και δεν ηξερε τι να κανει.Δεν μπορουσε να κουνησει ουτε φτερο και η κοπελα γελασε δυνατα"Χα, χα χα!Γιατι εμεινες ετσι ακινητο; Μηπως θελεις να σε χαιδεψω;" και πριν προλαβει να αντιδρασει απλωσε το μικροκαμωμενο της χερακι και τον χαιδεψε τρυφερα."Ειμαι η Γκλεν" ειπε το κοριτσι" και θα' ρχομαι να σε βλεπω καθε μερα!", και εφυγε χοροπηδωντας χαμογελαστη στελνοντας του ενα πεταχτο δροσερο φιλι."Ερωτευτηκα εναν ανθρωπο" αναστεναξε ο Λαρς καθως μια μεγαλη παρεα απο παιδια ξεχυνοταν στο δρομο μπροστα του, φωναζωντας και γελωντας...
Tην επομενη μερα το κοριτσι περασε απο το πεζουλακι και ειδε το πουλακι και του μιλησε ωρα πολυ. αλλα το πουλακι επρεπε να παει να βρει τροφη και της ειπε: ελα το βραδακι παλι να κατσεις κοντα μου. Kαι ο ηλιος εδυσε και το κοριτσι δυσκολευτηκε να βγει απο το σπιτι.Δεν θα μπορουσε να ζητησει κατι τετοιο απο τους γονεις της ηταν πολυ αυστηροι.Αλλα το κοριτσι λαχταρουσε τοσο να δει το πουλακι που σκεφτηκε να το σκασει απο το παραθυρο.οταν εφτασε στο πεζουλακι ομως ο Λαρς δεν ηταν εκει. Η νυχτα ηταν γλυκια και σκεφτηκε να κατσει να τον περιμενει."Δεν μπορει θα γυρισει, δεν μου ειπε καληνυχτα!".
Ηταν ενα παραξενο κοριτσι η Γκλεν.Φαινομενικα εμοιαζε να μην διαφερει απο τα αλλα κοριτσια της ηλικιας της.Οχι τοσο μεγαλη για να ειναι σε ηλικια γαμου αλλα οχι και τοσο μικρη για να παιζει στους δρομους τσερκι και μπαλα με τα αλλα παιδια.Στην μικρη πολη ηταν δυσκολη η μοιρα των γυναικων.Οταν εφταναν σε ηλικια γαμου ο πατερας διαλεγε με ποιον η κορη θα περνους το υπολοιπο της ζωης της.Τα κριτηρια ηταν κατα βαση οικονομικα.Η οικογενεια της Γκλεν ηταν φτωχη αλλα αξιοπρεπης. Δεν θα εδιναν την μοναχοκορη τους σε καποιον πλουσιο αλλα ανεντιμο.Αλλα ηταν ακομα νωρις για να σκεφτει ο πατερας τησ Γκλεν ολα αυτα.Η Γκλεν ομως ηξερε πως αυτη η ωρα δε θα αργουσε να 'ρθει και ειχε καταστρωσει ενα σχεδιο αποδρασης.Αγαπουσε πολυ τους γονεις της αλλα δεν την μπορουσε αυτη τη σκλαβια.Επρεπε να πεταξει ελευθερη και να βρει μακρια την τυχη της, να την ορισει μονη της και να βρει την ευτυχια.
Ολα αυτα συλλογιζοταν οσο περναγε η ωρα και ο Λαρς δεν φαινοταν πουθενα.Ηταν περιεργο αυτο που αισθανθηκε η Γκλεν οταν τον αντικρυσε την προηγουμενη μερα.Ηξερε πως ειναι πουλακι, δηλαδη ζωο δηλαδη κατι που ειναι χαριτωμενο ομορφο αλλα τοσο μακρια απο την ανθρωπινη φυση.
Η Γκλεν αγαπουσε πολυ τα ζωα.Ειχαν στον κηπο ενα γαϊδαρακο και μια κατσικουλα.Δεν αρεσε διολου της Γκλεν που ο γαϊδαρακος επρεπε να κουβαλαει τοσα βαρη.Ο πατερας τον πηγαινοεφερνε πολλες φορες καθε μερα, απο το ξημερωμα κιολας, για να κουβαλησει πραματιες που θα πουλαγε στο παζαρι αλλα και τα ψωνια του σπιτιου.Η μητερα δεν τον συμπαθουσε γιατι ηταν πια γερικος και παραπονιοταν στον πατερα πως επρεπε να παρουν εναν αλλο.Αλλα η Γκλεν αγαπουσε το κακομοιρο ζωο και ηξερε πως οταν εκαναν αυτες τισ συζητησεις τα μεγαλα γλυκα του ματια θαμπωναν:"ο γαϊδαρακος καταλαβαινει οτι δεν τον θελουν πια..."Απο την πλευρα της η κατσικουλα εδινε γαλα στο σπιτι και ηταν ακομα μικρουλα και παιχνιδιαρα, εδινε μια νοτα χαρας στο σπιτι.Η Γκλεν επεμενε να την πηγαινει βολτα οπως ενα σκυλακι και οι γονεις της θεωρουσαν αυτο το καμωμα λιγακι παιδικο αλλα της αφηναν με μια σιωπηλη συνενοχη.
Αυτο ομως που ενιωσε για τον Λαρς δεν ηταν το ιδιο οπως με τα ζωακια στο σπιτι της.Σα να μπορουσε να δει μεσα απο το βλεμμα του τον εαυτο της.Σκεφτηκε:"Λες να ειναι μαγεμενο αυτο το πουλι; Λες να με βοηθησει να φυγω απο εδω;".Και καθως η ωρα περνουσε και δεν ακουγε πεταρισμα των φτερων του μικρου πουλιου, η αγωνια της μεγαλωνε...